22 Mar Κουκλοθεατρο και ειδη κουκλας
Το κουκλοθέατρο είναι το θεατρικό είδος που περιλαμβάνει έναν (εμφανή ή όχι) χειριστή και ένα αντικείμενο, τη θεατρική κούκλα, βασίζεται στην εμψύχωση και οδηγεί σε μια αλληλεπίδραση του κοινού με το χειριστή, με την κούκλα να λειτουργεί ως κανάλι επικοινωνίας (Παρούση, 2012). Οι τύποι κούκλας διαχωρίζονται σε είδη ανάλογα με την κατασκευή και τον τρόπο χειρισμού τους. Ο χειριστής μπορεί να κουνήσει την κούκλα από κάτω, από πάνω, πάνω σε τραπέζι ή ελεύθερα στο χώρο. Το μέγεθος και τα υλικά κατασκευής της κούκλας διαφέρουν κι επιλέγονται από τον εκάστοτε καλλιτέχνη. Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι το χαρτί, ύφασμα, χαρτοπολτός, λάστιχο, σφουγγάρι, φελιζόλ, ξύλο, μέταλλο, κλωστές, τσόχα, χάντρες, κορδέλες, κουμπιά, βαμβάκι.
Παρακάτω θα αναφέρουμε τους βασικούς τύπους κούκλας:
- Γαντόκουκλα: Η γαντόκουκλα χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά το Μεσαίωνα. Η κούκλα φοριέται στο χέρι του χειριστή ως γάντι και συνεπώς η παλάμη μας αποτελεί το σώμα της. Το κεφάλι της κούκλας κινείται από τον δείκτη ή και τον παράμεσο, ενώ τα χέρια της από τον αντίχειρα και το μεσαίο δάχτυλο ή και το μικρό. Συνήθως δεν έχει πόδια. Κατασκευάζεται συνήθως από ύφασμα, ενώ το κεφάλι μπορεί να είναι κατασκευασμένο από διαφορετικό υλικό από εκείνο του σώματος. Το παίξιμο αυτής της κούκλας απαιτεί εξάσκηση κι ευλυγισία στα δάχτυλα, ώστε η κούκλα να αποκτήσει ρεαλιστική κίνηση. Η γαντόκουκλα είναι η πιο οικεία μορφή κούκλας θεάτρου στα παιδιά.
- Κούκλα ράβδου (μαρότα): Η ονομασία της κούκλας προέρχεται από την γαλλική λέξη marotte που σημαίνει ραβδί με κωμική κεφαλή με κουδουνάκια και το οποίο χρησιμοποιούσαν παλιά οι γελωτοποιοί για να διασκεδάσουν τον κόσμο. Η κούκλα κινείται με ένα ίσιο, άκαμπτο ξύλινο ραβδί που διαπερνάει το σώμα της και καταλήγει στο κεφάλι της. Το φόρεμα της κούκλας είναι φαρδύ κι ενίοτε έχει πτυχώσεις. Ο χειριστής κρατά με το ένα χέρι το ραβδί, ενώ ο δείκτης κι ο αντίχειρας του άλλου χεριού είναι περασμένα στα μανίκια της κούκλας. Αν δεν υπάρχουν μανίκια τότε ο χειριστής κινεί την κούκλα, κρατώντας απλά το ξύλινο ραβδί. Κατασκευάζεται από ξύλο, ύφασμα, χαρτόνι, χαρτοπολτό, ξυλοπολτό, φελιζόλ. Ιδιαίτερης ομορφιάς είναι οι ταϋλανδέζικες και οι ινδονησιακές μαρότες.
- Μαριονέτα: Η προέλευση της ονομασίας της κούκλας είναι η λέξη marionette και είναι κι αυτή γαλλική. Στη γαλλική γλώσσα η λέξη marionette χρησιμοποιείται για κάθε κούκλα κουκλοθεάτρου, ενώ στην ελληνική γλώσσα η λέξη σηματοδοτεί την κούκλα που κινείται με σχοινιά. Σύμφωνα με τον Charles Magnin, ειδικό της κούκλας, η λέξη προέρχεται από το Marion, τον χαρακτήρα ενός ποιμενικού έργου του 13ου αιώνα, ή από τις κινούμενες φιγούρες της Παναγίας, της «μικρής Μαρίας» στις μεσαιωνικές σκηνές της γέννησης (Παρούση, 2013). Η λέξη που χρησιμοποιούνταν ήδη από την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα (σε κείμενα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Μάρκου Αυρηλίου, του Επίκτητου κ.α.) είναι το νευρόσπαστο (που κινείται με χορδές). Πρόκειται για αρθρωτά μικρά ομοιώματα ανθρώπου, των οποίων τα άκρα κινούνται με σχοινιά. Ο χειριστής που δεν φαίνεται στο κοινό ρυθμίζει την κίνηση της μαριονέτας από το χειριστήριο σε σχήμα σταυρού, που κρατά στο χέρι του και κινεί τα μέλη της που είναι ενωμένα με τα νήματα του χειριστηρίου. Χάρη στο σταυρωτό χειριστήριο μπορεί να εκτελέσει έναν ικανοποιητικό αριθμό συντονισμένων κινήσεων με ένα ομοιογενή τρόπο, με αποτέλεσμα η κίνηση της κούκλας να φαίνεται εντελώς φυσική και να είναι πειστική. Η μαριονέτα κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο, ύφασμα, πεπιεσμένο χαρτί ή και από πιο απλά υλικά.
- Κούκλα άμεσης κίνησης ή τραπεζιού: Η κούκλα κινείται κατευθείαν από το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια. Συνήθως παίζεται πάνω σ’ ένα τραπέζι στο ύψος της μέσης, αλλά μπορεί να κινηθεί κι ελεύθερα στο χώρο. Η κούκλα αυτή έχει τις ρίζες της στο παραδοσιακό ιαπωνικό κουκλοθέατρο Bunraku, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στην πόλη Οσάκα στα τέλη του 17ου αιώνα. Οι κούκλες bunraku είναι αρθρωτές, το ύψος τους μπορεί να ξεπερνά το ένα μέτρο και έχουν τη δυνατότητα να κινούν το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια και το στόμα τους με τη βοήθεια τριών ατόμων. Το αριστερό χέρι της κούκλας κινείται από έναν μαυροφορεμένο παίχτη, ενώ τα πόδια κινούνται από έναν άλλο παίχτη. Το κεφάλι μιας κούκλας bunraku διαχωρίζεται σε κατηγορίες ανάλογα με το φύλο, την κοινωνική θέση και την προσωπικότητα της κούκλας.
Στην Ευρώπη η κούκλα άμεσης κίνησης μπορεί να κινηθεί κι από έναν χειριστή. Ο χειριστής φορά μαύρα ρούχα, ώστε το μάτι του θεατή να επικεντρώνεται στις κούκλες, γεγονός που ενισχύεται από τον προσεκτικό τρόπο φωτισμού. Πάνω στο τραπέζι μπορούν να χρησιμοποιηθούν κούκλες-γάντι με το κεφάλι στερεωμένο στον καρπό, αντικείμενα, καθώς και κούκλα που κινείται από δύο ή τρία άτομα. Ο σκελετός της κούκλας είναι φτιαγμένος συνήθως από ξύλο και επενδύεται με αφρολέξ ή χαρτοπολτό και τα ρούχα της είναι από ύφασμα, ενώ το κεφάλι είναι πλασμένο κατά το πλείστον από χαρτοπολτό.
- Δαχτυλόκουκλα: Η δαχτυλόκουκλα είναι ένα είδος κούκλας παρόμοια με τη γαντόκουκλα, η οποία, όμως, εφαρμόζει σε κάποιο δάχτυλο του κουκλοπαίχτη. Σε μερικές περιπτώσεις ο χειριστής μετατρέπει τα δάχτυλά του σε πόδια της κούκλας και την κινεί, δημιουργώντας δύο τρύπες στη βάση του σώματός της. Οι δαχτυλόκουκλα μπορεί να παιχτεί είτε φανερά είτε με τον παίχτη κρυμμένο. Είναι φτιαγμένη συνήθως από διάφορα μαλακά και σταθερά υφάσματα, όπως η τσόχα και το felt, τα οποία κόβονται κατάλληλα, ράβονται και διακοσμούνται κατά βούληση με άλλα υλικά. Τα υφάσματα κατασκευάζονται έτσι ώστε να καλύπτουν το δάχτυλο, αλλά και να είναι ελαφρώς μεγαλύτερα από αυτό. Αυτό το είδος κούκλας είναι κατάλληλο για παιδιά προσχολικής ηλικίας, καθώς είναι εύκολη στην απόδοση κίνησης και τα παιδιά μπορούν να παίξουν, κουνώντας τα δάχτυλά τους. Επιπλέον η δαχτυλόκουκλα μπορεί να αξιοποιηθεί για να αποδώσει ένα δευτερεύοντα ρόλο σε μια παράσταση.
- Φιγούρες θεάτρου σκιών: Σύμφωνα με τους ερευνητές το θέατρο σκιών προέρχεται από την Ασία. Υπάρχουν χώρες όπου αυτό το είδος τέχνης αποτελεί μια από τις αρχαιότερες παραδόσεις, όπως η Ταϊλάνδη, η Ινδία, η Ιάβα, η Κίνα. Το θέατρο σκιών “Nang yai” είναι μια από τις αρχαιότερες παραδόσεις στην Ταϊλάνδη, το οποίο αποτελείται από μεγάλες δερμάτινες φιγούρες που τις κινούν οι χορευτές κυρίως μπροστά από ένα άσπρο τεντωμένο πανί, με συνοδεία ζωντανής μουσικής κι έχει βαθιά ιερατικό χαρακτήρα. Στην Ταϊλάνδη το θέατρο “Nang yai”, το συναντάμε σε τρείς περιοχές: Οι θίασοι έχουν πάρει το όνομα της αντίστοιχης μονής της Wat Khanon, στη Ratchaburi, της Wat Sawang Arom στην περιοχή Singburi, και της μονής Wat Ban Don στη Rayong.
Στην Ιάβα και το Μπαλί βρίσκουμε τις παραστάσεις wayang, όπου ένα λευκό ύφασμα χρησιμοποιείται ως οθόνη. Πίσω από την οθόνη, ανάβει μια λάμπα για να στηθεί η σκηνή. Ο κουκλοπαίκτης “dhalang” (στα ινδονησιακά) είναι ο «σοφός» καλλιτέχνης που πρέπει να χειρίζεται πάνω από 150 φιγούρες, γνωρίζοντας καλά τη φύση και το συμβολισμό τους, να έχει φωνητικές ικανότητες, να δημιουργεί τους διαλόγους και ταυτόχρονα να είναι ένας ποιητής και να αυτοσχεδιάζει. Οι νταλάνγκ παρουσιάζουν τα παλιά έπη της Ινδίας Μαχαμπχαράτα και Ραμαγιάνα, τα οποία εισήγαγαν στη Μαλαισία, την Ινδονησία, την Καμπότζη και την Ταϊλάνδη, Iνδοί κατακτητές και έμποροι.. Το κουκλοθέατρο συνοδεύεται από μουσική gamelan, ένα είδος μουσικής που συνήθως παίζεται μόνο σε παραστάσεις wayang. Οι μαριονέτες χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: 1) Wayang kulit: κατασκευασμένες από δέρμα βουβαλιού και οι ράβδοι που ζωντανεύουν τις μαριονέτες είναι κατασκευασμένες από κέρατα βουβαλιού, 2) Wayang Golek: τρισδιάστατες φιγούρες από ξύλο, ντυμένες με παραδοσιακά ρούχα, 3)Wayang Klitik: επίσης ξύλινες, αλλά με πιο επίπεδα κομμάτια.
Στην Κίνα το θέατρο σκιών “pi ying xi” (=θέατρο σκιών από δέρμα) άνθισε ιδιαίτερα κατά την δυναστεία Song (960-1279), ενώ αφετηρία του υποστηρίζεται ότι αποτέλεσε το γεγονός του θανάτου της Lady Li, της αγαπημένης παλλακίδας του Αυτοκράτορα Wu της δυναστείας Han (202 π.Χ-220 μ.Χ), ο οποίος έπεσε σε βαριά θλίψη. Ένας από τους υπουργούς του αυτοκράτορα είδε κάποια παιδιά να παίζουν με κούκλες κάτω από το φως του ήλιου με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι σκιές τους στον τοίχο. Έτσι είχε την ιδέα να φτιάξει μια κούκλα που έμοιαζε στην αγαπημένη του αυτοκράτορα και έφτιαξε μια παράσταση πίσω από ένα πανί. Στην Ιάβα το θέατρο σκιών είναι γνωστό ως βαγιάνγκ κούλιτ (wayang kulit) κι έχει ιστορία χιλίων ετών. Ο παραδοσιακός τρόπος φωτισμού της παράστασης βαγιάνγκ είναι η χρήση μιας λάμπας με λάδι καρύδας ή ενός μπλενκόνγκ (blencong) που κρεμούσαν πάνω από το κεφάλι του χειριστή, το οποίο έδινε μια μεγάλη φλόγα ύψους από οκτώ μέχρι δώδεκα εκατοστά. Η φλόγα μεταμορφώνει τις φιγούρες σε μαγικές σκιές, οι οποίες μοιάζουν να παίρνουν πνοή, οι ήρωες να αλλάζουν σχεδόν θέση και να αναπνέουν.
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του θεάτρου σκιών είναι το τεντωμένο λευκό πανί, πίσω από το οποίο εμφανίζονται οι φιγούρες, το οποίο φωτίζεται από μία πηγή φωτός. Οι φιγούρες κινούνται κατά μήκος του επιπέδου του πανιού και κοντά σε αυτό, ώστε να είναι ευδιάκριτες στο κοινό. Φωτίζονται με λάμπες από πίσω με αποτέλεσμα να σχηματίζονται στο μπροστινό μέρος της σκηνής οι σκιές τους. Οι φιγούρες του θεάτρου σκιών είναι επίπεδες και αρθρωτές, τα μέλη τους κινούνται με μικρά ξύλα που είναι προσαρμοσμένα σε αυτά και έχουν συχνά ημιδιαφανή χρώματα και άλλου είδους λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα, οι φιγούρες του θεάτρου σκιών της Κίνας είναι αυτές που ξεχωρίζουν περισσότερο μιας και είναι δουλεμένες πάνω σε δέρμα γαϊδάρου και είναι φτιαγμένες από έντεκα κομμάτια: το κεφάλι, το πάνω και το κάτω μέρος του σώματος, δύο μπράτσα, δύο βραχίονες, δύο παλάμες και δύο πόδια. Στην παράσταση συμμετέχουν ο παρουσιαστής, ο βοηθός του και τρεις μουσικοί, που χρησιμοποιούν διάφορα όργανα. Στην Ελλάδα, το θέατρο σκιών έγινε ευρύτερα γνωστό μέσω του Καραγκιόζη, ο οποίος αναδείχτηκε λαϊκός ήρωας. Η φιγούρα κατασκευάζεται από χαρτόνι, δέρμα ή διαφανές πλαστικό. Οι φιγούρες από δέρμα διαδόθηκαν στην Ελλάδα γύρω στο 1923. Το δέρμα, συνήθως, ήταν βοδινό και έπρεπε να είναι άσπρο, τεζαρισμένο σε ένα ξύλινο τελάρο. Οι καραγκιοζοπαίχτες το παίρνανε και το έξυναν με τζάμι έως ότου γίνει διαφανές, σχεδίαζαν τη φιγούρα, την έκοβαν με κοπίδι και τη ζωγράφιζαν με διάφορα χρώματα σινικής μελάνης. Γνωστή στο σύγχρονο θέατρο σκιών είναι η ιταλική ομάδα Teatro Gioco Vita.
- Μεγάλες κούκλες: Οι μεγάλες κούκλες καλύπτουν τον χειριστή της κούκλας. Το κεφάλι της κούκλας στερεώνεται συνήθως στους ώμους του χειριστή, ο οποίος βρίσκεται μέσα στα ρούχα της κούκλας. Μπορούν πολλά άτομα να κινήσουν μια κούκλα, φορώντας την. Η απαρχή της κούκλας αυτής εντοπίζεται στην ομάδα κουκλοθεάτρου Bread and Puppet Theater, η οποία ιδρύθηκε από τον Πέτερ Σούμαν το 1963, στη Νέα Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών. Το θέατρο των B&P είναι ένα «ριζοσπαστικό θέατρο διαμαρτυρίας», γιατί τα θέματα που ασχολείται έχουν να κάνουν με την προσβολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τη φύση. Το θέατρο αυτό χρησιμοποιεί κυρίως ευτελή φυσικά υλικά για την κατασκευή των κούκλων, των μασκών και των σκηνικών μιας παράστασης, η οποία γίνεται εξ ολοκλήρου από τα μέλη του θεάτρου. Οι κούκλες τους είναι απλές, αλλά γιγάντιες σε μέγεθος, τις οποίες χειρίζεται μεγάλος αριθμός εθελοντών. Εκτός από κούκλες χρησιμοποιούν ζωγραφισμένα ή τυπωμένα πανιά που απεικονίζουν καθοριστικές λέξεις ή διάφορες μορφές, σκίτσα και μάσκες φτιαγμένα από τον ίδιο τον Σούμαν. Αξιοσημείωτο είναι ότι στις παραστάσεις τους προσφέρουν ζυμωτό δικό τους ψωμί, το οποίο μαζί με την κούκλα συνιστά και τα δύο βασικά στοιχεία της φιλοσοφίας των B&P («Ψωμί και Κούκλα»).
- Θέατρο Δρόμου: Το θέατρο δρόμου λαμβάνει χώρο στους δρόμους και σε εξωτερικούς χώρους. Θεωρείται από τα παλαιότερα είδη θεάτρου, αν όχι το αρχαιότερο και περιλαμβάνει θέατρο, αφήγηση, μουσική, χορό, κίνηση, εικαστικές τέχνες, οπτικοακουστική έκφραση, ψηφιακές μορφές τέχνης ή ακόμη και ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις. Η επιλογή υπαίθριων χώρων υπαγορεύεται από την αισθητική άποψη των καλλιτεχνών περί θεάτρου ή ακόμα από την πολιτική τους τοποθέτηση. Ο Αντουάν Αρτώ μαζί με άλλους πρωτοπόρους του μοντέρνου θεάτρου συνέβαλε στην επαναφορά του τελετουργικού χαρακτήρα του θεάτρου και συνεπώς την άρση του διαχωρισμού μεταξύ ηθοποιών και θεατών που είχε καθιερωθεί ως τον 19ο αιώνα.
Το «Θέατρο του Ήλιου» γεννήθηκε το 1964 στο Παρίσι από την Αριάν Μνουσκίν και μία κολεκτίβα καλλιτεχνών με έδρα στην Καρτουσερί, μια παλιά μπαρουταποθήκη στο δάσος της Βενσέν. Η ομάδα κάνει θέατρο πολιτικό, στρατευμένο με την πλατιά έννοια του όρου, και σκηνοθετεί πολιτικές διαμαρτυρίες από την ίδρυσή του ως τώρα, ενώ πολλές από τις παραστάσεις του κάνουν τον γύρο του κόσμου. Ο θίασος αποτελείται από 75 περίπου μέλη που συμμετέχουν μόνιμα, με διάφορες ιδιότητες και όλοι είναι ενταγμένοι επί ίσοις όροις. Όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της ιδρύτριας της ομάδας, Αριάν Μνουσκίν, μοιράζονται τον ίδιο μισθό, αλλά και έναν τρόπο ζωής με κοινοβιακά χαρακτηριστικά, δημιουργούν παραστάσεις υψηλής αισθητικής και υποκριτικής, οι οποίες σχεδόν πάντα εκπέμπουν ένα πανανθρώπινο μήνυμα.
- Θέατρο αντικειμένων: Αντικείμενα καθημερινής χρήσης αποκτούν κι άλλες ιδιότητες που τα μεταμορφώνουν σε ζωντανούς χαρακτήρες. Το αντικείμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έχει ή να τροποποιηθεί για να αποκτήσει ζωή. Μπορεί να κρατήσει την ιδιότητά του ή να χρησιμοποιηθεί ως χαρακτήρας ή σύμβολο στην ιστορία. Μεταφορά, μετωνυμία, χιούμορ και ποιητική σκέψη αποτελούν στοιχεία του θεάτρου αντικειμένων.
Το συγκεκριμένο είδος εμφανίστηκε με την έλευση του αβαντ-γκαρντ ρεύματος στις αρχές του 20ου αι., στο οποίο το αντικείμενο εκθρονίζει τον ηθοποιό. Ο Filippo Tommaso Marinetti (1876-1944) με το «δράμα των αντικειμένων» θέλησε να παρέχει εναλλακτική στα είδη υπάρχοντα είδη θεάτρου. Στο έργο του “Vengono” (1915) τα αντικείμενα αποκτούν την δική τους ζωή και κινούνται χάρη στην κίνηση των σκιών. Στο έργο του“Il teatrino dell’amore” τα αντικείμενα εκφράζουν τις διαφορετικές καταστάσεις που βιώνουν ως χαρακτήρες μέσα από ήχους αντί για λέξεις.
Το θέατρο αντικειμένων αποτελεί ένα είδος αφηρημένου θεάτρου, όπου η δράση συμβαίνει χάρη στις κινήσεις του φωτός, των σχημάτων και των χρωμάτων, ενώ η παραδοσιακή λειτουργία της δραματουργίας καταργείται. Αυτό τον συνδιασμό στοιχείων τελειοποίησε το ρεύμα Bauhaus (1919-1933), το οποίο απέρριψε στο θέατρο κάθε ανθρώπινη παρουσία στην σκηνή, καθώς η θεμελίωση του έργου έπρεπε να είναι πνευματική, σύμφωνα με την σύλληψη του Wassily Kandinsky σχετικά με την αφηρημένη σκηνική σύνθεση.
Sorry, the comment form is closed at this time.